-
1 κατ-όνομαι
κατ-όνομαι (s. ὄνομαι), tadeln, geringschätzen; κατόνοντο τὸν Ἄμασιν, καὶ ἐν οὐδεμιῇ μοίρῃ ἦγον Her. 2, 172; μή με κατονοϑῇς, verachte mich nicht, 2, 136; τῶν μηδὲν κατόνοσσο Arat. 1142.
1 κατ-όνομαι
κατ-όνομαι (s. ὄνομαι), tadeln, geringschätzen; κατόνοντο τὸν Ἄμασιν, καὶ ἐν οὐδεμιῇ μοίρῃ ἦγον Her. 2, 172; μή με κατονοϑῇς, verachte mich nicht, 2, 136; τῶν μηδὲν κατόνοσσο Arat. 1142.